- Λούκιλλος
- Λούκιλλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λουκίλλου — Λούκιλλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λούκιλλον — Λούκιλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek